-
1 прекратить
-ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прекращённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.διακόπτω, σταματώ, παύω, κόβω, τερματίζω•прекратить военные действия τερματίζω τις πολεμικές επιχειρήσεις (τις εχθροπραξίες)•
разговор κόβω την κουβέντα•
прекратить сношения κόβω σχέσεις•
прекратить беспорядки σταματώ τις αταξίες•
-ите работу! σταματήστε τη δουλειά!
σταματώ, παύω τερματίζομαι•дождь -йлся η βροχή σταμάτησε•
боль -лась ο πόνος σταμάτησε.
-
2 прекратить
-
3 прекратиться
прекратиться, прекращаться σταματώ, παύω· боль прекратилась о πόνος σταμάτησε* * *страд. от прекратить
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek